exacción - ορισμός. Τι είναι το exacción
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι exacción - ορισμός


exacción      
Derecho.
Hecho de exigir prestaciones, multas, deudas, etc. Se aplica especialmente a los tributos.
exacción      
sust. fem.
1) Acción y efecto de exigir impuestos, multas, deudas, etc.
2) Cobro injusto y violento.
exacción      
exacción (del lat. "exactio, -onis")
1 f. Acción y efecto de exigir.
2 (form.) Se aplica corrientemente a la imposición y *cobro de tributos o cualquier carga fiscal.
3 *Cobro injusto y violento. Concusión.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για exacción
1. La exportación y la importación eran, sin embargo, bastante importantes, siendo remunerador para los romanos la exacción de impuestos de aduanas.
2. Este organismo chileno dirige una investigación por posibles delitos de lavado de dinero y fraude fiscal, malversación, exacción ilegal y cohecho contra Pinochet y otras personas, físicas y jurídicas.
3. Por su parte, la Confederación de Asociaciones Rurales de Buenos Aires y La Pampa (CARBAP) rechazó la "constante y creciente exacción al sector agropecuario" y consideró el aumento de las retenciones "un nuevo zarpazo del gobierno".El nuevo sistema "provoca una nunca vista confiscación a la producción agropecuaria, de neto corte fiscal.
Τι είναι exacción - ορισμός